- ασβεστάδικο
- το1. το ασβεστοκάμινο2. το κατάστημα που πουλά ασβέστη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασβεστάδικο — το το καμίνι όπου φτιάχνεται το ασβέστι ή το κατάστημα που αυτό πουλιέται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασβεστοκάμινο — το καμίνι μέσα στο οποίο ψήνουν ασβεστόλιθους, ασβεστάδικο, ασβεσταριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)